- σαραντισμός
- σαραντισμός οсорокадневный период, по прошествии которого предписывается христианским женам, сделавшимся матерями, очищаться особыми молитвами
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
σαραντισμός — ο, Ν [σαραντίζω] 1. το σαράντισμα 2. φρ. «Ακολουθία σαραντισμού» σύντομη εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται μπροστά στις πύλες τού ναού σαράντα ημέρες μετά από τη γέννηση ενός βρέφους … Dictionary of Greek